ανθράκωση

ανθράκωση
[-ις (-εως)] η
1) обугливание; 2) обогащение углем; 3) мед. антракоз; 2) бот. см. άνθραξ 5

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανθράκωση" в других словарях:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακωτικός — ή, ό ο σχετικός με την ανθράκωση …   Dictionary of Greek

  • καρβίδια — Ενώσεις του άνθρακα με ηλεκτροθετικά στοιχεία, κυρίως μέταλλα και ορισμένα αμέταλλα. Διακρίνονται ανάλογα με τον τύπο του χημικού δεσμού σε τρεις ομάδες. Τα ιοντικά κ. σχηματίζονται από τα ισχυρά ηλεκτροθετικά μέταλλα, όπως είναι τα κ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»